1ο Δημοτικό Σχολεό Λευκάδας 1965-1971

Γειά σας,
Σκοπός αυτού το blog είναι να μπορέσουμε να βρεθούμε οι συμμαθητές του 1ου Δημοτικού Σχολείου Λευκάδας της περιόδου 1965-1971. Η ιδέα της δημιουργίας του blog προέκυψε από την ανάγκη ώστε περισσότεροι συμμαθητές μας που δεν χρησιμοποιούν Facebook αλλά κάνουν χρήση του διαδικτύου να έχουν πρόσβαση και να ενημερώνονται σχετικά με τα reunions ή ακόμη στο να μπορούμε να επικοινωνούμε μεταξύ μας, διότι με το πέρασμα του χρόνου χαθήκαμε και πολλοί από εμάς έχουμε να ιδωθούμε απο τότε. Θα υπάρχει δυνατότητα δημοσίευσης φωτογραφιών από εκείνη την περίοδο αλλά και κειμένων, επίσης θα υπάρχει λίστα των ονομάτων των συμμαθητών. Ας γίνει λοιπόν αυτό το blog ενας πόλος επανασύνδεσης μεταξύ μας. Ευνόητο είναι ότι οποιεσδήποτε ιδέες βελτίωσης του είναι ευπρόσδεκτες.

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

Θωμάς Λάζαρης και Ηλίας Μπόρσας: Οι αντίθετοι!

 

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Σήμερα γυρίζω πάλι πίσω στα μαθητικά χρόνια στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Λευκάδας όπου ξεκινήσαμε να μαθαίνουμε γράμματα απονήρευτοι και αθώοι από όλα αυτά που θα μας εύρισκαν στην πορεία. Βρεθήκαμε στο προαύλειο του σχολείου, παίξαμε, κυνηγηθήκαμε, γελάσαμε, κλάψαμε. Μάθαμε γράμματα, αριθμητική, ιστορία και αναπτύξαμε μέσα μας τις πρώτες αντοχές στην κοινωνική συνθήκη.

Ο πιό ήσυχος συμμαθητής μας ήταν ο Θωμάς Λάζαρης. Προερχόταν από τα Λαζαράτα αλλά η οικογένειά του είχε κατέβει νωρίς στη Λευκάδα κι έτσι έγινε συμμαθητής μας. Ο Θωμάς ήταν ένα αθόρυβο παιδί που δεν το είχα δει ποτέ να παίζει στην αυλή του σχολείου. Διένυε καθημερινά μια μεγάλη διαδρομή από τη Διασταύρωση μέχρι το Μαρκά αλλά ποτέ δεν άργησε και ποτέ δεν έφτασε στην τάξη μετά το κουδούνι.  Πάντα επιμελής και νουνεχής μου εδινε την εντύπωση ότι ήταν υπερβολικά ώριμος για την ηλικία μας.

Προσωπικά δεν είχα επαφές μαζί του γιατί δεν ήταν ανοιχτός στη συναναστροφή αλλά πολλές φορές με εντυπωσίαζε το γεγονός ότι είχε απάντηση στα προβλήματα της αριθμητικής.Ήταν μαθηματικό κεφάλι αλλά με μια ιδιαίτερη σεμνότητα που τον έκανε σχεδόν διάφανο. Έκανε τεράστια προσπάθεια να περνάει απαρατήρητος και ο πιό κοντινός του φίλος- αν θυμάμαι καλά- ήταν ο Στέφανος ο Μελάς, ένας συμμαθητής μας που έφυγε νωρίς απο καρκίνο.

Ο Θωμάς σπούδασε οικονομικά και σαν φοιτητές αρχίσαμε να μιλάμε περισσότερο τα καλοκαίρια στην αγορά καθώς έδειχνε μια μεταμελημένη κοινωνικότητα. ‘Αλλωστε, είχαμε κοινούς φίλους. Τότε είδα την βαθειά του έγνοια για τα κοινωνικά ζητήματα, τότε κατάλαβα πως ήταν ένα ξεχωριστό παιδί με ιδιαίτερα προσόντα, που ήθελε στα πρώιμα χρόνια να κρυφτεί από τον καταιγισμό της κοινωνικής ομάδας που δεν γνώριζε.

Πριν απο μερικά χρόνια εκλέχθηκε στο διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου Λευκαδίων της Αθήνας και μάλιστα ανέλαβε την εφημερίδα ΗΧΩ Της ΛΕΥΚΑΔΑΣ. Τότε ο Θωμάς μου έκανε την τιμή να μου ζητήσει να γράφω στην ιστορική εφημερίδα μας που φιλοξένησε πολλούς εργάτες του λόγου.

Με το Θωμά σήμερα μας συνδέουν και άλλα πρόσωπα,όχι μόνο κοινοί συμμαθητές και φίλοι αλλά και συγγενικά του πρόσωπα που για κάποιον συμπτωματικό λόγο συνδέονται μαζί μου κοινωνικά εδώ στην ξένη. Κι αυτή η σχέση μας ενώνει περισσότερο...

Θα πρέπει να πω ότι ένα απο τους συμμαθητές μας, που ήταν άκρως αντίθετος από τον Θωμά, ήταν ο Ηλίας ο Μπόρσας. Ψηλός και ζωηρός ήταν πάντοτε αυτός που προκαλούσε γέλια σε όλους μας γιατί εύρισκε  κάτι αστείο να μας πει. Και μετά κρυβόταν και χανόταν σα να μην είχε συμβεί τίποτε.

Τον θυμάμαι να κάθεται στη σειρά με τα αγόρια,που βρισκόταν στο δεξί μέρος της τάξης και να τους πειράζει όλους με εκείνο το αθώο ύφος του. Και μπορεί οι άλλοι να έτρωγαν τιμωρία γιατί ξεσπούσαν στα γέλια αλλά αυτός με το πρόσωπο ατάραχο  παρίστανε πως δεν είχε ανακατευθεί στη ζαβολιά.

Ο Ηλίας ήταν γιός του Διονύση Μπόρσα που υπήρξε καλλίφωνος ψάλτης και ήταν πάντα κουρεμένος και χτενισμένος στην τρίχα με μπόλικο μπριόλ. Ο πατέρας του Ηλία έμοιαζε σα να ερχόταν απο τις μέρες του ροκ εντ ρόλ και του Έλβις Πρίστλεϊ μέχρι τα βαθειά του γεράματα. Η μητέρα του ήταν η Βγενιά από την Εγκλουβή και ήταν αγαπημένη φίλη του πατέρα μου. Κάπως,ο παπα-Νίκος  μου υπέβαλε την υποχρέωση να είμαι φιλική προς τον Ηλία γιατί μας έδενε μια κοινή καταγωγή.

Αλλά ο Ηλίας μου ήταν αδιάφορος γιατί ήταν τόσο αγορένιο αγόρι που σε ζάλιζε. Ναί, έπαιζε στα διαλείματα σα να μην υπήρχε αύριο, ίδρωνε, γελούσε, θύμωνε, ηρεμούσε με μια μοναδική διαφάνεια. Όλα του τα συναισθήματα καθρεφτίζονταν στο πρόσωπό του και πιστεύω ότι ήταν κολλητός με το Θοδωρή τον Μαυρομάτη. Ο Ηλίας και ο Θοδωρής είχαν αυτό το έντονα αγορίστικο ύφος που γινόταν σχεδόν αντιπαθητικό στα κορίτσια. Πίστευαν μόνο στην αριθμητική και περιφρονούσαν την ανάγνωση, την ορθογραφία και τη γραμματική.

Ο Ηλίας πραγματικός θετικός νους σπούδασε Οδοντιατρική στο Αριστοτέλιο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και σήμερα είναι πετυχημένος χειρούργος-οδοντίατρος στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς με τρείς κόρες και ένα εγγονάκι. Τον συναντώ τα καλοκαίρια στη Λευκάδα και είναι απίστευτα φιλικός σα να μην πέρασε μια μέρα από τότε που αφήσαμε τα μαθητικά θρανία του Δημοτικού τραβώντας ο καθένας το δικό του προδιαγεγραμμένο δρόμο.

Ο Θωμάς και ο Ηλίας, δύο αντίθετοι χαρακτήρες, δύο πετυχημένοι συμμαθητές μου, δύο αγόρια που μένουν για πάντα χαραγμένοι στο νού μου. Είμαι τυχερή που μεγάλωσα και έμαθα γράμματα σε μια τέτοια τάξη με τόσο πλούτο αναμνήσεων!

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Η ανέμελη Λίνα και η συγκρατημένη Κατερίνα!




Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη



Αυτή η κλεισούρα στο σπίτι με έκανε πολλές φορές να αναπολήσω το παρελθόν, να βουτηχτώ στις αναμνήσεις που με κατέκλυζαν έντονα, παρηγορώντας με για τη ματαιότητα του βίου. Μικρές χαρές, στιγμές ανεμελιάς τρύπωναν στο νου μου απορροφώντας τους κραδασμούς των μεγάλων υπαρξιακών ερωτημάτων που με βασανίζουν παιδιόθεν.


Ξαναγυρίζω λοιπόν, στο σχολικό τοπίο εκεί που η κορυφαία αγωνία μας ήταν αν πήραμε δέκα στην αντιγραφή ή αν κάναμε ένα λαθάκι στην ορθογραφία. Η τάξη της σωτήριας εξαετίας 1966-1972 στο κατεδαφισμένο 1ο Δημοτικό Σχολείο Λευκάδας έρχεται στο νού μου ολοκάθαρη, όπως οι χαρακτήρες των συμμαθητριών και των συμμαθητών του, τους οποίους έχω την ευτυχία να συναντώ τα καλοκαίρια στο γενέθλιο τόπο.


Διαλέγω να μιλήσω σήμερα για την Κατερίνα Περδικάρη και τη Λίνα Μασμανίδη, δυό συμμαθήτριες που ζούσαν στην ίδια γειτονιά και κατέφθαναν στο σχολείο μαζί, αποτελώντας ένα ακόμη δίδυμο, το Λίνα-Κατερίνα.


Η Κατερίνα ήταν μια πολύ καλή μαθήτρια, σιωπηλή μέσα στην τάξη αλλά με καταπληκτικές επιδόσεις σε όλο το φάσμα των μαθημάτων.’Ηταν κόρη τραπεζικών και μάλιστα μοναχοκόρη και ποτέ δεν προκαλούσε τους συμμαθητές ή τους δασκάλους της με κάποια παρατραβηγμένη συμπεριφορά. 

Ήταν καμωμένη απο αυτό το υλικό της διαγωγής κοσμιοτάτης που δεν επιδίωκε ποτέ την καταξίωση ανάμεσα στα παιδιά ή στους μεγάλους. Θα την έλεγα μοναχική, αποτραβηγμένη και με μια απίστευτη για την ηλικία μας ωριμότητα.


Η Κατερίνα έμενε στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου, κοντά στην δυτική παραλία της Λευκάδας και ήταν καμωμένη απο το υλικό του καθωσπρεπισμού χωρίς εξάρσεις και ιδιαίτερες εχθρότητες ή φιλίες. Θα έλεγες πως η συγκατοίκηση στο θρανίο με τη ζωηρή Λίνα της ήταν αρκετό άγχος, μια και η φύση της ήταν να περνάει απαρατήρητη.


Το μόνο στοιχείο που την ξεχώριζε στα μάτια μου ήταν το γεγονός πως ήταν μοναχοκόρη και ήταν κάτι που ζήλευα καθώς απο νωρίς είχα συνειδητοποιήσει πως η αγάπη που μοιράζεται ανάμεσα στα αδέρφια δεν ήταν το δικό μου ζητούμενο. Επιπλέον, ζήλευα που η Κατερίνα τα Χριστούγεννα και το Πάσχα στον έρανο για την καθαρίστρια έδινε ένα τάληρο, ενώ οι γονείς μου μπορούσαν να προσφέρουν ένα δίφραγκο για το καθένα απο τα τρία παιδιά τους. Αυτή ίσως να ήταν η πρώτη ταξική κρίση που με είχε καταλάβει διότι ήθελα να δίνω κι εγώ τάληρο στην καθαρίστρια.


Η Λίνα ήταν το ακριβώς το αντίθετο. Με σπαστά  μαλλάκια και ένα έμφυτο χαμόγελο, ήταν στην όψη και στην κόψη εντελώς στο άλλο άκρο της Κατερίνας, που ξέχασα να πω ότι είχε συνήθως τα μαλλιά της ίσα και κοντοκομμένα και φορούσε ένα ζευγάρι γυαλιά.


Η Λίνα Μασμανίδη ήταν κόρη του Μασμανίδη με τους Νεωτερισμούς στην αγορά, κάτι που δεν περνούσε απαρατήρητο εκείνα τα μετρημένα χρόνια στη Λευκάδα των λιγοστών καταστημάτων. Ναι, ο πατέρας της και η μητέρα της ήταν ταγμένοι στο μαγαζί τους, όπου πουλούσαν υφάσματα με το μέτρο και πολύ αργότερα ρούχα πρετ-α-πορτέ.


Ο πατερούλης, όντας ιερέας στο ξωκκλήσι του Αγίου Βσσιλείου στη δυτική παραλία, ήταν αγαπημένος συνομιλητής των παπουδογιαγιάδων της Λίνας, που ήταν πρόσφυγες απο τη Μικρά Ασία, καλά τακτοποιημένοι και περήφανοι για την καταγωγή τους. Θυμάμαι τη γιαγιά της Λίνας μετά την λειτουργία την Πρωτοχρονιά να μας λέει ιστορίες απο τον τόπο της  κι εγώ την άκουγα εκστασιασμένη. Κι ο πατερούλης τόνιζε πως ήταν μια ξεχωριστή οικογένεια με βάθος και πλούσια ιστορική καταγωγή.


Η Λίνα ήταν γελαστή και χαιρόταν με όλους και με όλα. Μερικές φορές ήταν γκαφατζού διότι ήταν καλοπροαίρετη και έπαιρνε ακόμη και τις πλάκες τοις μετρητοίς. Πολλές φορές την έπαιρνε το παράπονο όταν τα παιδιά δεν την έπαιζαν και τότε τρύπωνε στην προστασία της Κατερίνας. Τα μαλλάκια της σπαστά κυμάτιζαν στα κυνηγητά μας στην αυλή του σχολείου και τα λευκά της δόντια έλαμπαν όταν γελούσε δυνατά παρασύροντάς μας όλους στο δυνατό γέλιο της. 


Η Λίνα πριν ακόμη τελειώσει το Δημοτικό μετακόμισε σε ένα καινούριο διόροφο σπίτι κοντά στα δικαστήρια, που ήταν νεόχτιστο και όμορφο με τις καμάρες και τα ωραία του λουλούδια στον κήπο. Ο πατέρας της είχε αυτοκίνητο και έπαιρνε την οικογένεια των τεσσάρων (η Λίνα είχε για μεγάλη αδερφή της Βίκυ) και τις Κυριακές πήγαιναν στο εξοχικό τους στο Περιγιάλι, έννοια άγνωστη για τους περισσότερους απο μας, που η εκδρομή μας έφτανε μέχρι τα πατρικά χωριά μας.


Με την Κατερίνα χαθήκαμε νωρίς διότι μετακόμισε με την οικογένειά της στην Αθήνα τα χρόνια του Πανεπιστημίου. Είχα να τη δω μερικές δεκαετίες αλλά έπεσα πάνω της πριν απο πέντε χρόνια σε συρμό του μετρό όπου τα είπαμε σα να ήμασταν μαζί χθές, προχθές. Συνεχίσαμε την κουβέντα μας στο καφενείο του Public. Η ήσυχη Κατερίνα είχε μεταμορφωθεί σε μια δυναμική τραπεζίτισσα που μετά της συνταξή της ασχολήθηκε με την κτηματομεσιτική. Ήταν παντρεμένη και είχε κόρη παντρεμένη αποκτώντας ήδη εγγόνια. Είχε μεταμορφωθεί σε ένα εντελώς διαφορετικό πλάσμα απο αυτό που γνώριζα, γεγονός που μου προκάλεσε την πιό ευχάριστη έκπληξη.


Η Λίνα έμεινε στη Λευκάδα όπου συνέχισε τη δουλειά των γονιών της στο ιστορικό μαγαζί τους στη Λευκάδα, το οποίο κατέβασε ρολά πέρσι την άνοιξη. Παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι.Εγινε ο κρίκος της σύνδεσης ανάμεσα απο τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριες καθώς το μαγαζί της βρισκόταν σε κομβικό σημείο. Ετσι αποτελεί μέχρι σήμερα το δίαυλο της επικοινωνίας μας.


Η Λίνα και η Κατερίνα παρότι ζούσαν στην κάτω γειτονιά γεγονός που μας ξεχώριζε καθώς δεν μπορούσαμε να σμίξουμε στη γειτονιά τα απογεύματα, αποτελούν μέρος μιας τάξης που έχτισε την προσωπική μας ιστορία στον πρώτο κοινωνικό μας χώρο.


Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Μπάμπης, ο Αθέλητος Γόης!




Βρίσκομαι εδώ στο Μανχάτταν , στην πόλη που τρέχει με την ταχύτητα του φωτός. Αλλά η δική μου η ψυχή αναστρέφεται, γυρίζει στη Λευκάδα να ανταμώσει τις μνήμες που την έπλασαν αυτήν που είναι.

Οι Iστορίες Mιας Τάξης που αρχίσαμε με τον αγαπημένο συμμαθητή μου Πέρι Βλάχο, πολιορκούν τη μνήμη μου ταρακουνώντας την ύπαρξή μου. Είναι αυτή η αδήριτη ανάγκη να παίρνω πηλό από το παρελθόν για να πλάθω το σήμερα. 

Ήμασταν λοιπόν στην ΣΤ Δημοτικού όταν στην τάξη μας εμφανίστηκε ένας καινούριος μαθητής, ο Χαράλαμπος Κουφοπάνος. Ήταν από τα παιδιά των δημοσίων υπαλλήλων που τριγυρνούσαν τις πόλεις της Ελλάδας ανάλογα με τις μεταθέσεις του πατέρα τους.

Ο Μπάμπης επί το φιλικότερον, ήταν ένα όμορφο αγόρι με υπέροχα αμυγδαλωτά μάτια και μια σεμνότητα που συγκινούσε κυρίως τον θηλυκόκοσμο της τάξης μας.

Ήταν εξαιρετικά έξυπνος και άριστος μαθητής σε όλα του. Δύσκολα το παραδεχόμουν, αλλά πιστεύω πως ο Μπάμπης ο Κουφοπάνος και η Αγγελική Σπηλιά στην τελευταία τάξη του Δημοτικού με έκαναν να νιώσω πως μπορούσα να χάσω τα σκήπτρα της αριστείας μου, τα οποία κρατούsα γερά και αδιαμφισβήτητα επι έξι συνεχή χρόνια στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Λευκάδας.

Βλέπεις είχα διακρίνει απο νωρίς πως το μόνο που με έκανε να ξεχωρίζω στα μάτια των γονιών μου -καθώς ήμουν το μεσαίο παιδί και μάλιστα του ίδιου φύλου με την αδερφή μου- ήταν αυτά τα σκήπτρα της αριστείας.

Γρήγορα βρήκα την ψυχραιμία μου καθώς η Αγγελική ήταν ηπίων τόνων , ενώ ο Μπάμπης την επόμενη χρονιά θα μετακόμιζε στο Γυμνάσιο Αρρένων. 

  Ο Μπάμπης έμενε στη γειτονιά μου αλλά ήταν ένα παιδί μελετηρό και αφοσιωμένο στα μαθήματά του. Δεν κατέβαινε να παίξει μαζί μας στη γειτονιά, είχε εκείνο το απόκοσμο του «ξένου». Κι αυτό μου γέννησε μια βαθειά περιφρόνηση για το άτομό του. Όποιος δε συμμετείχε στα τρεχαλητά μου , στα κρυφτούλια και στα σχοινάκια ήταν καταδικασμένος στο πυρ το εξώτερον !

Οι γονείς του είχαν μια στενή σχέση με τους δικούς μου γονείς και ο πατέρας μου εκτιμούσε τον πατέρα του, μάλιστα δε ανταλλασσανε κι επισκέψεις οι μεγάλοι. Ο Μπάμπης είχε μια μεγάλη αδελφή, την εντυπωσιακή Αθηνά και μια μικρή και στρουμπουλή, τη Ρούλα.

Ο Μπάμπης όμως με την εξωτικότητα της προέλευσής του (καταγόταν απο τον Αστακό), με την ομορφιά του και με την ευφυία του είχε κατακτήσει πολλές καρδιές κοριτσιών της ΣΤ το σωτήριον σχολικόν έτος 1970-71.

Μάλιστα πολλές μου είχαν εξομολογηθεί τον έρωτά τους λες και θα μπορούσα να μεσολαβήσω επειδή έμενε στην πίσω γειτονιά μου. Τα κορίτσια ήταν συνεπαρμένα με το Χαράλαμπο Κουφοπάνο παρακαλώ. Ερωτοχτυπημένα αν και ο Μπάμπης αμφιβάλλω πως το είχε μυριστεί…

Τα χρόνια που ακολούθησαν όντως χαθήκαμε διότι ο Μπάμπης πήγε στο μακρινό Γυμνάσιο Αρρένων κι εγώ έμεινα να κλωτσάω χαλίκια μέχρι να φτάνω καθημερινά στο γειτονικό Γυμνάσιο Θηλέων.

Τον έβλεπα στην εκκλησία καμιά φορά, γιατί ήταν θρησκευόμενος, πάντα στο ιερό με τους ιερόπαιδες. Πάντα σοβαρός και μετρημένος. Κι ούτε ένα Γειά δεν μου έλεγε αλλά δεν πείραζε αφού δεν ερχόταν ποτέ στη γειτονιά να παίξει. Για άχρηστη σχέση την είχα αυτήν.

Ο Μπάμπης χάθηκε εντελώς αφότου μετακόμισε απ´ τη Λευκάδα. Δεν είχα μάθει τίποτε για την εξέλιξή του. Τον είδα ξαφνικά να μου γράφει μήνυμα στο φέισμπουκ όταν πέθανε ο πατερούλης μου. Μου είπε πως τον εκτιμούσε ιδαίτερα ως ιερέα και ως ποιμένα.

Μου είπε ακόμη πως είναι μηχανικός κι έχει δυό παιδιά. Τον σκέφτομαι πολλές φορές , με εντυπωσίαζει πως τα κορίτσια της τάξης μας τον θυμούνται ακόμη ως γόη! Διότι εκείνος δεν έκανε καμιά προσπάθεια να ανταποκριθεί, ήταν και παρέμεινε ένας αθέλητος γόης.

Μπάμπη, σε προσκαλώ στις Ιστορίες Μιας Τάξης να μας πεις πώς ένιωσες εκείνο το φθινόπωρο που προσγειώθηκες στην ΣΤ Τάξη του 1ου Δημοτικού Σχολείου Λευκάδας. Μας αγάπησες έστω και για λίγο;"η βρήκες ευκολότερο να κλειστείς στα τείχη του 'ξένου' περιφρονώντας τους συμμαθητές σου;

Αυτή την απάντηση θα την ήθελα τώρα που περπατάμε τα εξήντα μας!


Love
Justinaki

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

Η Νίνα και το βάλς των λέξεων!!!!!!


Με ρωτάς συνέχεια για τα παιδικά μου χρόνια, με ρωτάς να μάθεις για τις φίλες που με όρισαν και με οδήγησαν να γράψω το πιό αυτοβιογραφικό μου μυθιστόρημα « Ψηλά Τακούνια ΓιαΠάντα». Αυτές τις παιδικές υπάρξεις που σημάδεψαν την παιδικότητα, την εφηβεία και την ωριμότητά μου, ζώντας για πάντα μέσα μου.

Θα σου πώ, λοιπόν, για τη Νίνα, που έμενε στην πίσω γειτονιά. Η Νίνα ήταν ένα τόσο μικροσκοπικό κοριτσάκι με ξανθά κοντά μαλλιά και δυό μεγάλα γαλάζια μάτια. Μου φαίνεται ότι το καλοκαίρι ξεπρόβαλλαν και φακιδούλες στο λευκό της προσωπάκι και την έκαναν να μοιάζει με ξένη από τη Σκανδιναυία.

Η Νίνα έμενε δυό στενά πίσω απο το πατρικό μου, μπορεί και τρία. Στο δικό της στενό ζούσαν ακόμη δύο συμμαθήτριες, που άκουγαν στο όνομα Θεοδώρα. Η μία είχε πλουμιστά καστανά μαλλιά, ωραία χείλη κι ένα ζευγάρι ολοκάστανα αμυγδαλωτά μάτια. Η άλλη ήταν η αδελφή του Τάκη, συμμαθητή του αδελφού μου και γι αυτό πολύ οικεία.

Τα κορίτσια στην πίσω γειτονιά είχαν μια παράξενη σχέση, που εγώ δεν την καταλάβαινα γιατί μάλλον ήμουν ολομόναχη στη δική μου οδό της Μιχαήλ Σκένα. Αλλά πρέπει να σου πώ για τη Νίνα, που δεν καταλάβαινε την ομορφιά της καθώς κρυβόταν κάτω το σύννεφο της μικροσκοπικής της οντότητας.

Η Νίνα ήταν ζωηρή κι όμως έκρυβε τη ζωηράδα της, ήταν εύστροφη κι όμως έκρυβε την εξυπνάδα της, ήταν όμορφη και διαφορετική κι όμως-μου φαίνεται – πως τότε δεν της άρεσε ο εαυτός της. Το Νινάκι, όπως μου άρεσε να την αποκαλώ, είχε μέσα της μια διαρκή ανησυχία, που ποτέ δεν μου την εκμυστηρεύτηκε, ποτέ κι ας ήμασταν τόσο κοντά...

Η Νίνα ερχόταν τα απογεύματα στο σπίτι μου και πολλές φορές διαβάζαμε μαζί, λύναμε τα προβλήματα, γράφαμε τις άγνωστες λέξεις στα κείμενα της λογοτεχνίας. Πρέπει να σου πώ ότι εκεί εγώ ερωτεύθηκα τις λέξεις κι έμαθα ότι μπορούν να γίνονται χορευτικές, να παίρνουν μια φράση και να την απογειώνουν. Οι λέξεις στο μυαλό μου χόρευαν βάλς αν έμπαιναν στη σωστή σειρά, δηλαδή πως να σου το πώ, αυτά τα κοσμητικά επίθετα ήταν συνοδοί κυριών με φράκο και παπιγιόν.

Ηθελα να πώ στη Νίνα, «κοίτα αυτή τη λέξη, κοίτα την άλλη,δές πώς χορεύουν τα ζευγάρια αγκαλιασμένα». Αλλα  επειδή ήμασταν στο δημοτικό, ντρεπόμουν να της εκμυστηρευτώ τούτο μυστικό μου, πως δηλαδή τρελλαινόμουν να βάζω τις λέξεις να χορεύουν στο χαρτί και στο μυαλό μου. Ετσι κι αλλοιώς προτιμούσαμε μετά τις λέξεις να παίζουμε στη γειτονιά.

Η Νίνα δεν έπαιζε ανέμελη, ήταν φορτωμένη με ένα μεγάλο βάρος. Μη με ρωτήσεις τί σήκωνε το μικροσκοπικό της σωματάκι και το σκανδιναυικό της προσωπάκι, γιατί ποτέ δεν έλεγε τίποτε για τα δικά της. Η Νίνα ήταν μια μικρή κυρία, που δεν μου ξανοιγόταν κι ας περνούσαμε ατέλειωτα απογεύματα μαζί παίζοντας κρυφτά και τρεχαλητά στη γειτονιά μου.

Η Νίνα είχε κι εκείνη τη μεγάλη αδελφή της Γεωργία, που εμείς τη βλέπαμε σα θεά μας. Ηταν όμορφη, ψηλή, φορούσε σοσόνια κι ένα ελαφρύ τακουνάκι γιατί πήγαινε στο γυμνάσιο και ήταν μεγάλη. Ω! Πόσο μεγάλη φάνταζε στα μάτια μας, πόσο σοφή, πόσο σπουδαία! Αν με ρωτούσες τί θάθελα να γίνω εκείνη την εποχή, θα σου έλεγα μαθήτρια γυμνασίου για να φοράω σκούρα ποδιά, ψηλές λευκές κάλτσες μέχρι το γόνατο και τακουνάκι σαν την Γεωργία.

Οσο για τον αδελφό της Νίνας, επειδή ήταν μικρότερος, πέρασε σχεδόν απαρατήρητος από τη ζωή μου.

Μια μέρα που τελειώσαμε το Δημοτικό –νομίζω- η Νίνα ήρθε να μου αναγγείλει πως η οικογένεια θα μετακόμιζε στην Αθήνα. Ω! Η Νίνα θα έφευγε και θα πήγαινε στην αγαπημένη μου πόλη, την πρωτεύουσα των ονείρων μου. Λυπόμουν από τη μιά πλευρά που θα την έχανα, αλλά χαιρόμουν γιατί την φαντασιονόμουν να περπατάει στην Πανεπιστημίου και να χαίρεται...

Πρέπει να σού πώ ότι την περίμενα να γυρίσει κάθε καλοκαίρι, να μου αφηγηθεί τις βόλτες της στις λαμπρές λεωφόρους της πρωτευούσης.Αλλά η Νίνα μάλλον με είχε ξεχάσει. Μετρώντας τα καλοκαίρια που χανόταν στα φθινόπωρα, στους χειμώνες, τις άνοιξες, ήξερα πως εκεί στο μέρος της καρδιάς που έγραφε Νίνα, είχε ανοίξει ένα μεγάλο κενό, που δεν θα γέμιζε ποτέ με καμιά άλλη φίλη!

Κι όμως η Νίνα ξαναφάνηκε στη ζωή μου στα χρόνια της ωριμότητας. Παντρεμένη στη Χίο ζεί την ευτυχισμένη ζωή της μαμάς και τη γιαγιάς. Από τις λέξεις με βρήκε η Νίνα, μέσα από την εφημερίδα της Λευκάδας, όπου με ξανασυνάντησε μετά από τόσα και τόσα χρόνια!

Αυτές τις μέρες έλαβα ένα δώρο από τη Νίνα της Λευκάδας και της Χίου, ένα γλυκό δώρο που μου θυμίζει πως η Νίνα ποτέ δεν με ξέχασε. Κι αν τότε δεν τολμούσα να την κάνω συνένοχο στις λέξεις μου, η Νίνα είχε αποκωδικοποιήσει την υπάρξή μου. Η Νίνα κι εγώ είμαστε ακατάλυτα δεμένες μέσα από το βάλς των λεξεών μου.

Σ ευχαριστώ Νινάκι!!!
Justinaki

Η Μίνα της Διαίρεσης



Η Μίνα Βανδώρου ήταν συμμαθήτριά μου και όχι μόνο. Ηταν συμμαθήτρια και μάλιστα με καταγωγή απο την Εγκλουβή, το χωριό του πατέρα μου για αυτό η οικογένεια έτρεφε μεγάλο σεβασμό στην οικογένειά της. Κάθε φορά που περνούσαμε να πάμε στην εκκλησία απο το τρίπατο Βανδωρέικο, η μαμά κοντοστεκόταν και μιλούσε με τη μαμά της Μίνας . Και η μαμά ρωτούσε για τη γιαγιά της και τον παππού της, που κατοικούσαν στην αγορά.

Η Μίνα ήταν εύσωμη για την ηλικία της, ψηλή θα την έλεγες και εντυπωσιακή. Κι εγώ την έβλεπα πολύ μεγάλη, τεράστια την έβλεπα καθώς οι δάσκαλοι την επέλεγαν λόγω ύψους να πρωταγωνιστήσει στις σχολικές παρελάσεις. Μου άρεσε όμως και καμάρωνα που ήταν απο την Εγκλουβή και ανήκε στην οικογένεια Βανδώρου, με κάποια συγγένεια απο το μέρος της γιαγιάς μου.

Η Μίνα έμελε να παίξει καθοριστικό ρόλο στην σχολική μου εξέλιξη. Στην Τρίτη Δημοτικού έπαθα παιδική ηπατίτιδα κι έμεινα ένα ολόκληρο μήνα καρφωμένη στο κρεβάτι μου σε καραντίνα να μαζεύω στο παιδικό  κορμάκι μου ενέσεις απο την Κουλίτσα και να πετάγομαι όρθια απο τον πόνο. Και να διαβάζω ατέλειωτα παραμύθια, που εκείνα τα χρόνια δεν ήταν αρκετά για να μου φτάσουν. Και να διαβάζω Διονύσιο Σολωμό, Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και να αποστηθίζω την ποίηση για να περνάω υποφερτά τις ατέλειωτες ώρες της ακινησίας στο κρεβάτι.

Οταν άρχισα να αναρρώνω τέθηκε το ζήτημα αν θα επέστρεφα στο σχολείο ή αν έπρεπε να παραμείνω στο σπίτι καραντίνα να μην κολλήσω και τα άλλα παιδιά του σχολείου, καθώς τότε δεν υπήρχαν ακόμη προληπτικά εμβόλια κατά της ηπατίτιδας.

Ο παιδίατρος Κατσικογιάννης αποφάνθηκε μια μέρα πως μπορούσα να παρακολουθήσω την τάξη μου γιατί το λοιμώδες νόσημα είχε εξολοθρευθεί απο το παιδικό μου συκώτι. Τότε αποφασίσθηκε ότι η ζωή μου θα συνέχιζε στους κανονικούς της ρυθμούς.

Ωστόσο, έμεινα κλεισμένη στο σπίτι για δυό ακόμη εβδομάδες, καθώς οι γονείς μου περίμεναν να δυναμώσει το εξασθενημένο κορμάκι μου. Κι εγώ ζήτησα να αναπληρώσω τα μαθήματα που είχα χάσει στο σχολείο, καθώς δεν τολμούσα να διανοηθώ ότι θα επέστρεφα στην τάξη έξι εβδομάδες μετά έχοντας βουτηχτεί στο κενό της απουσίας.

Τότε η Μίνα έγινε ο άγγελός μου. Οι γονείς μου πήγαιναν καθημερινα μετά τα διαβάσματα κι έπαιρναν τα τετράδιά της για να μπορέσω να αντιγράψω όλα τα μαθήματα που είχαν μεσολαβήσει κατά την απουσία μου. Η Μίνα με μεγάλη προθυμία προσέφερε τα καλογραμένα της τετράδια, βοηθώντας με να γεφυρώσω το κενό.

Στα μαθηματικά είχαν ήδη προχωρήσει στη διαίρεση. Αυτή την δύσκολη πράξη, που μόνο στην Τρίτη Δημοτικού τη μάθαινες. Το τετράδιο των μαθηματικών της Μίνας ήταν γεμάτο διαιρέσεις μα το δικό μου μυαλουδάκι στριμωχνόταν πολύ να μάθει τη λειτουργία τους. Τότε μέσα μου θέριεψε η εικόνα της Μίνας σαν  ικανότατης λύτριας διαιρέσεων.

Ο πατέρας μου προσπάθησε να με διδάξει την διαίρεση, αλλά εγώ είχα στραμμένο το θαυμασμό μου στη Μίνα. Στη Μίνα που ήξερε να κάνει διαιρέσεις. Οσο κι αν προσπάθησε ο καλός μου πατερούλης δεν μπόρεσε να μου μεταδώσει αυτή την πονηρή μαθηματική πράξη.

Επέστρεψα στο σχολείο , η δασκάλα έδινε προβλήματα με διαιρέσεις, εγώ έλυνα με τη σκέψη αλλά άφηνα ημιτελή τη διαίρεση. Ηξερα πως μόνο η Μίνα θα μπορούσε να θεραπεύσει το έλειμμά μου. Σε ένα διάλειμμα την παρακάλεσα να μου δείξει τη μαγική πράξη. Κι εκείνη το έκανε έτσι απλά όπως τα παιδιά μαθαίνουν στα παιδιά τα αυτονόητα.

Της χρωστάω τη διαίρεση της Μίνας και μαζί την ολική επαναφορά μου στην Τρίτη Τάξη του 1ου Δημοτικού Σχολείου Λευκάδας. Και ίσως το μέλλον μου στα γράμματα...

Καθώς μεγαλώσαμε κι εκείνη πήγε στο πρώτο τμήμα του Γυμνασίου-Λυκείου σχεδόν χαθήκαμε ανάμεσα στις νέες συμμαθήτριες. Υστερα εκείνη πήγε στο εξωτερικό για σπουδές κι εγώ έφυγα για Καναδά. Χαθήκαμε εξ όψεως για πολλά πολλά χρόνια.

Τώρα την ξαναβλέπω στο φέισμπουκ τη Μίνα επιτυχημένη φαρμακοποιό στην Κυπαρισία με την ωραία της οικογένεια και την χαίρομαι απο μακριά. Και λέω μέσα μου η Μίνα , η Μίνα που με έμαθε διαίρεση.

Θέλω να σου πώ Μίνα ένα τεράστιο ευχαριστώ για όλα όσα -χωρίς να ξέρεις- με δίδαξες. Και προπάντων για τη γενναιοδωρία σου, που με ακολουθούσε σε κάθε βήμα της ενήλικης ζωής μου . Με έμαθες να μοιράζομαι τα αγαθά της γνώσης κι αυτό σου το χρωστώ. Είναι δικό σου!

Τζουστινάκι

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Ο Θοδωρής του Ακυρωμένου Ανταγωνισμού!


 Αυτές οι ιστορίες με φόντο το μαυροπίνακα στο 1ο Δημοτικό Σχολείο του Μαρκά με ανανεώνουν καθώς σκύβω βαθειά σε ήχους πλάγιους της ζωής μου. Σήμερα τιμητική έχει ο Θοδωρής ο Μαυρομμάτης, ένα αγόρι που θα μπορούσα να πώ ότι υπήρξε σχεδόν μοιραίο στην μαθητική ζωή μου, καθώς αντιπροσώπευσε εν πολλοίς την αρχή των σεξιστικών διακρίσεων στη ζωή μου.

Ο Θοδωρής ήταν ψηλός και γεματούλης, φορούσε χοντρά μυωπικά γυαλιά και ήταν γενικά συγκρατημένος. Καθόταν σε μια ωραία μονοκατοικία στην πλατεία Ζαμπέλη και προερχόταν απο τις καθαρά αστικές οικογένειες της Λευκάδας, καθώς ο πατέρας του διατηρούσε εμπορικό κατάστημα στην αγορά. Η επαγγελματική ιδιότητα του ιδιοκτήτου εμπορικού καταστήματος περιείχε μια λάμψη κι ένα στίγμα ταξικής ανωτερότητας εκείνες τις εποχές στη μετεμφυλιακή Λευκάδα.

Ο Θοδωρής ήταν καλός μαθητής, όχι με την φωναχτή έννοια του όρου, αλλά μάλλον μέσα απο την ικανότητά του να λύνει μαθηματικές ασκήσεις και να είναι στιβαρός στις απαντήσεις του, τις οποίες έδινε μόνο όταν του απευθυνόταν ο λόγος απο τους δασκάλους.

Ο Θοδωρής ως μοναχογιός είχε μια σεμνότητα αλλά και μια ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση. Περιστοίχιζε εαυτόν πάντοτε με τους συμμαθητές των αστικών οικογενειών της πόλης και σπάνια τον έβλεπες να παίζει με παιδιά που δεν γνώριζε απο μικρός. Ηταν ο ορισμός του περιορισμένου στον κύκλο του αγοριού κι ίσως αυτό να οφειλόταν στην αυστηρότητα του οικογενειακού του περιβάλλοντος.

Ο Θοδωρής , λοιπόν, άθελά του με έμαθε πως ήμουν κορίτσι και ως κορίτσι είχα λιγότερα δικαιώματα απο ένα αγόρι. Δεν το έκανε ηθελημένα, αλλά του έλαχε ο ρόλος να είναι ο αντίποδάς μου στα μαθήματα και ο πολυαγαπημένος μαθητής των δασκάλων.

Οταν τα παιδιά στη Β Δημοτικού με ψήφισαν ως αρχηγό της τάξης (τα παιδιά ήταν αθώα, δεν καταλάβαιναν απο τις διαφορές του φύλου), θυμάμαι πως η δασκάλα μας, η αείμνηστη κα Ελπίδα Ρομποτή, είπε ότι εκείνη ως αρχηγό της τάξης θα ψήφιζε ένα αγόρι κι αυτό θα ήταν ο Θοδωρής Μαυρομμάτης.

Αν κι οκτώ ετών, θυμάμαι πόσο σφίχτηκε η ψυχούλα μου και γύρισα σπίτι κλαίγοντας, παραπονούμενη στον πατέρα μου για το σχόλιο της κας Ελπίδας, που –σημειωτέον- δεν μου πήρε τον τίτλο της αρχηγού, απλώς μου αφόπλισε τη μικρή αλαζονία που είχα νιώσει.

Βέβαια, ο πατέρας μου ποτέ δεν με άφησε να νιώσω υποδεέστερη επειδή ήμουν κορίτσι και μάλιστα επιδεικτικά στις σχολικές λειτουργίες μου ανέθετε να απαγγέλλω το «Πιστεύω» και το «Πάτερ Ημών» εν μέσω ενός κοινωνικού συστήματος που θεωρούσε τα κορίτσια «παιδιά ενός κατώτερου Θεού».

Ο Θοδωρής δεν θα έλεγα πως ήταν φίλος μου, μάλλον αδιάφορος φάνταζε στα παιδικά μου μάτια. Φορούσε πάντα ωραίες αποκριάτικες στολές και ήταν καλοντυμένος  ως παιδί εμπόρου υφασμάτων και ρούχων.Κι ούτε μια στιγμή δεν είχα νιώσει ανταγωνισμό μαζί του γιατί ήταν γλυκός και υποστηρικτικός στην αυλή των παιχνιδιών.

 Το Θοδωρή τον λάτρεψα κυριολεκτικά στην ΣΤ Δημοτικού, όταν γνώρισα το αληθινό πρόσωπο του σεξισμού. Ο τότε δάσκαλος κάλεσε παραμονές της 28ης Οκτωβρίου τον πατέρα μου και του εξήγησε πως παρότι είχα σε όλα τα μαθήματα άριστα θα έκανε σημαιοφόρο τον Θοδωρή (με λιγότερα άριστα) γιατί δεν μπορούσε να παραδώσει τη σημαία σε ένα κορίτσι. Σε μένα έδωσε τη θέση της προσωρινής σημαιοφόρου.

Ο Θοδωρής κρατώντας τη σημαία κατά την παρέλαση εκείνη την 28η Οκτωβρίου ένιωθε τόσο, μα τόσο άβολα. Μου ζήτησε συγγνώμη, τονίζοντάς μου ότι εκείνος αντιλαμβανόταν πως θα έπρεπε να είχα χρησθεί εγώ ως σημαιοφόρος του σχολείου. Κι όλο σίμωνε κοντά μου κι όλο στεναχωριόταν που μου είχε γίνει τέτοια αδικία κι εκείνος ήταν το αναπόδραστο πρόβατο της εύκολης λύσης.

Φυσικά, ποτέ μέσα μου δεν συγχώρησα σε ολόκληρη τη σχολική επιτροπή την κοινωνική περιφρόνηση, που οφειλόταν καθαρά στο γυναικείο μου φύλο κι ορκίσθηκα έκτοτε να γίνω ΙΣΗ με τα αγόρια, ΙΣΗ σε κάθε έκφραση της ζωής μου.

Ο Θοδωρής έγινε μαθηματικός, επέστρεψε στη Λευκάδα κι έκανε μια ωραία οικογένεια με τρία  κορίτσια. Τον συναντώ συχνά και τον εκτιμώ περισσότερο καθώς όταν μας βλέπει με τις άλλες συμμαθήτριες έχει τη γαλαντοσύνη να μας λέει: «Καλώς τις κατά δέκα χρόνια νεότερες συμμαθήτριές μου».

Πρόσφατα τον είδα στην κηδεία του πατέρα μου και κατάλαβα ως τα τρίσβαθά μου πως ο Θοδωρής κι εγώ είμαστε καμωμένοι απο την ίδια ύλη, πως δεν υπάρχει κανένα σκιώδες παρελθόν ανάμεσά μας. Κι αν ήταν να διαλέξω σήμερα, στον Θοδωρή θα έδινα τη σημαία του σχολείου, όχι γιατί είναι αγόρι αλλά για το σωστό λόγο.

Ο Θοδωρής είναι ένας τρυφερός άνδρας που σέβεται την ιστορία του και αναγνωρίζει το βαθύ δέσιμο με τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές του. Η σχέση μας σήμερα είναι  ένα σφιχταγκάλιασμα που δεν έχει να κάνει με επιδόσεις, σημαίες και άλλα εξωτερικά χαρακτηριστικά.

Ο Θοδωρής ο Μαυρομμάτης είναι ο γενναιόδωρος φίλος μου που με συναντάει απρόσμενα και μου ψιθυρίζει αγαπημένα: «Τόξερα εγώ πως εσύ θα γινόσουν κάτι ξεχωριστό».

Για όλα αυτά που υπήρξες και είσαι στη ζωή μου εκεί στο μικρό νησί των της αιώνιας επιστροφής, σ΄ευχαριστώ Θοδωρή. Ισως εξαιτίας σου έμαθα να παλεύω για την ισοτιμία και την ίση μεταχείριση στη ζωή.

Παντοτινά φίλη σου

Ιουστίνη

 

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Ο λιγομίλητος Τάσος και ο αριστοκρατικός Πέρις




Η επιστροφή στην τάξη με το μαυροπίνακα είναι μια εσωτερική διαδικασία που ανακατεύει μνήμες, φέρνει στο νού πρόσωπα και σκορπίζει την ομίχλη της λήθης.
Ο Τάσος Κοντομίχης δεν ήταν απλώς ένας συμμαθητής. Ηταν ο γείτονας στον κήπο των Αγίων Αναργύρων και τον ένιωθα απο παιδί να βρίσκεται πάντα γύρω μου, πότε κοιτώντας μέσα απο τις γρίλιες του παράθυρού του, πότε πετώντας τα μικρά πολύχρωμα μπαλάκια του στον κήπο.

 
Ο Τάσος ήταν διαρκώς παρών στη ζωή μου μέσα απο τη σχέση του πατέρα μου με τους γονείς του, Πανταζή Κοντομίχη φιλόλογο και διαπρεπή συγγραφέα και τη μητέρα του κα Σταματέλου, επίσης φιλόλογο και αγαπημένη φίλη των γονιών μου.

 
Ο Τάσος ήταν μικροσκοπικός εκ φύσεως και προσπαθούσε να περνάει απαρατήρητος στην τάξη.  Ηταν ο τύπος του παιδιού που δεν προκαλούσε καταστάσεις, που έδειχνε επιμέλεια και παρακολουθούσε γύρω του με εκείνα τα σκούρα πονηρά ματάκια του. Οι ατάκες του όμως έχουν μείνει μνημειώδεις, καθώς πεταγόταν απο το πουθενά στις μικρές απουσίες των δασκάλων κι έλεγε τα δικά του, προκαλώντας παράφορο γέλιο στην τάξη.

 
Ο Τάσος ήταν ένα παιδί που δεν έκανε παρέα με τα κορίτσια. Είχε τη δική του κλίκα των αγοριών και μας αγνοούσε επιδεικτικά, χαράσσοντας τα όρια των δύο φύλων. Δεν ανοιγόταν μαζί μας, δεν έπαιζε κυνηγητό στην αυλή, προσπαθούσε να περιχαρακωθεί στη συνοικία των αρσενικών.

 
Ως γιός καθηγητών αλλά και ως γείτονας του σχολείου είχε πάντοτε την εύνοια των δασκάλων μας  αλλά ποτέ μα ποτέ δεν έκανε χρήση, αποστασιοποιώντας εαυτόν απο τη λαμπρή καταγωγή του. Στην πραγματικότητα , αυτή η φυσική του σεμνότητα και δειλία μπορεί να εκπήγαζε ακριβώς απο το βαρύ φορτίο των γονέων του που είχε επικαθήσει στους τρυφερούς τους ώμους απο νωρίς.

 
Πάντως, τον θυμάμαι για το οξύ, καυστικό, σαρκαστικό του χιούμορ. Ελεγε με απόλυτη φυσικότητα τα πιό αστεία πράγματα και παρότι δεν ανήκα στο στενό του κύκλο, έπιαναν τα αυτιά μου τα  κύματα της οξυδέρκειάς του.

 
Ο Τάσος ακολούθησε το δρόμο των γονιών του, έγινε φιλόλογος και σήμερα είναι διευθυντής της Χαραμόγλειας Βιβλιοθήκης, όπου φυλάσσονται τα έργα των Λευκαδίων συγγραφέων και ποιητών και κάθε τί πολύτιμο γύρω απο τη Λευκάδα.

 
Συχνά στον επισκέπτομαι στη Βιβλιοθήκη και μιλάμε επί παντός επιστητού με επίκεντρο κυρίως τη γενέτειρα. Ο Τάσος αποτελεί ένα σπουδαίο συνομιλητή με εκείνο το καυστικό χιούμορ του να διαπερνά τα κόκκαλα και να μου θυμίζει τα διαλείμματα όπου τα αγόρια γύρω του χτυπιόνταν στα γέλια.

 
Δίπλα του στο θρανίο καθόταν πολλές φορές ο Πέρις Βλάχος. Α! Ο Πέρις με το ξενικό όνομα, σύντμηση του Περικλής, ήταν ένα πλάσμα που είχε βγεί καθαρά απο την αριστοκρατική κοπή της μακαριστής μητέρας του. Πάντοτε ντυμένος με τα ωραία του κοντά παντελόνια , τα πόλο του, τα πουκαμισάκια του σίγουρα έδειχνε την αστική καταγωγή του.

 
Ο Πέρις ήταν πολύ κοντινός στην οικογένεια γιατί ήμασταν κουμπάροι. Μην με ρωτάς πού και πώς, αλλά γνωρίζω ότι ο λαμπρός έμπορος παππούς του, Περικλής Βλάχος, αποκαλούσε τη μητέρα μου «κουμπάρα» κάθε φορά που πήγαινε να ψωνίσει στο μεγαλομπακάλικο.

 
Ο πατέρας του Πέρι είχε επίσης εμπορικό κατάστημα στην αγορά, ένα κατάστημα που πουλούσε κι ακόμη πουλάει είδη γάμου και βάφτισης και το οποίο σήμερα διατηρεί ο αδελφός του Πέρι, ο Χρήστος. Είχε πάντοτε τις πιό καλοβαλμένες και πρωτότυτες βιτρίνες με ειδικό ντεκορατέρ που ερχόταν απο την Αθήνα για το στολισμό άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνα.

 
Ο Πέρις ήταν σεμνός, γλυκός, ευγενικός με ένα ύφος που δεν επέτρεπε ούτε καν παρατηρήσεις απο τους δασκάλους. Ηταν καλός μαθητής ,μου φαίνεται με ιδιαίτερες επιδόσεις στα μαθηματικά και ποτέ δεν προκαλούσε τη μήνι των συμμαθητών του, συμμετέχοντας πάντοτε στην παρέα των παιδιών που είχε επιλέξει ως κύκλο του με τη σοβαρότητα της αστικής καταγωγής του.

 
Δεν ήταν φλύαρος, μάλλον λακωνικός θα έλεγα ήταν στο λόγο του. Νομίζω πως η μητέρα του διοργάνωνε σπουδαία πάρτυ στα γενέθλιά του, στα οποία ποτέ δεν ήμουν καλεσμένη αλλά άκουγα τις συζητήσεις των άλλων την επόμενη μέρα και ζήλευα.

 
Ο Πέρις, βέβαια, κυριολεκτικά απογειωνόταν στον αποκριάτικο χορό του σχολείου. Φορούσε καταπληκτικές στολές ιππότη, βασιλιά, Ρομπέν των Δασών και γενικά ήταν προχωρημένος, φένοντας καινούρια ήθη στην σχολική αυλή της επαρχίας. Ηταν ένα παιδί-μπιμπελό, που το θαύμαζες γιατί δεν ανήκε στα συνηθισμένα. Ηταν ξεχωριστός και σπάνιος, σκορπίζοντας τον ευγενή αέρα της μητέρας του στον πεπερασμένο χώρο της μικρής μας πόλης.

 
Ο Πέρις βρήκε δουλειά στην Εθνική Τράπεζα κι έτσι έμεινε στην ωραία Λευκάδα. Σήμερα, μετά τη δουλειά του, απολαμβάνει τις μέρες του φωτογραφίζοντας υπέροχα τοπία και κάνοντας διάφορα ηλεκτρονικά επιτεύγματα.

 
Είναι ο συμμαθητής που μας ενώνει όλους και όλες καθώς στην ατζέντα του κυκλοφορούν τα ονόματά μας και είναι εκείνος που μαζί με τη Λίνα Μασμανίδη οργανώνουν τις συνευρέσεις των συμμαθητών μας.

 
Ο Πέρις πάντα θα μου θυμίζει πως τον θαύμαζα για όσα δεν ήξερε πως έφερνε στην αισθητική μου, εμπλουτίζοντάς την με την αριστοκρατική παρουσία του!

 
 Τζουστινάκι!