1ο Δημοτικό Σχολεό Λευκάδας 1965-1971

Γειά σας,
Σκοπός αυτού το blog είναι να μπορέσουμε να βρεθούμε οι συμμαθητές του 1ου Δημοτικού Σχολείου Λευκάδας της περιόδου 1965-1971. Η ιδέα της δημιουργίας του blog προέκυψε από την ανάγκη ώστε περισσότεροι συμμαθητές μας που δεν χρησιμοποιούν Facebook αλλά κάνουν χρήση του διαδικτύου να έχουν πρόσβαση και να ενημερώνονται σχετικά με τα reunions ή ακόμη στο να μπορούμε να επικοινωνούμε μεταξύ μας, διότι με το πέρασμα του χρόνου χαθήκαμε και πολλοί από εμάς έχουμε να ιδωθούμε απο τότε. Θα υπάρχει δυνατότητα δημοσίευσης φωτογραφιών από εκείνη την περίοδο αλλά και κειμένων, επίσης θα υπάρχει λίστα των ονομάτων των συμμαθητών. Ας γίνει λοιπόν αυτό το blog ενας πόλος επανασύνδεσης μεταξύ μας. Ευνόητο είναι ότι οποιεσδήποτε ιδέες βελτίωσης του είναι ευπρόσδεκτες.

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Μπάμπης, ο Αθέλητος Γόης!




Βρίσκομαι εδώ στο Μανχάτταν , στην πόλη που τρέχει με την ταχύτητα του φωτός. Αλλά η δική μου η ψυχή αναστρέφεται, γυρίζει στη Λευκάδα να ανταμώσει τις μνήμες που την έπλασαν αυτήν που είναι.

Οι Iστορίες Mιας Τάξης που αρχίσαμε με τον αγαπημένο συμμαθητή μου Πέρι Βλάχο, πολιορκούν τη μνήμη μου ταρακουνώντας την ύπαρξή μου. Είναι αυτή η αδήριτη ανάγκη να παίρνω πηλό από το παρελθόν για να πλάθω το σήμερα. 

Ήμασταν λοιπόν στην ΣΤ Δημοτικού όταν στην τάξη μας εμφανίστηκε ένας καινούριος μαθητής, ο Χαράλαμπος Κουφοπάνος. Ήταν από τα παιδιά των δημοσίων υπαλλήλων που τριγυρνούσαν τις πόλεις της Ελλάδας ανάλογα με τις μεταθέσεις του πατέρα τους.

Ο Μπάμπης επί το φιλικότερον, ήταν ένα όμορφο αγόρι με υπέροχα αμυγδαλωτά μάτια και μια σεμνότητα που συγκινούσε κυρίως τον θηλυκόκοσμο της τάξης μας.

Ήταν εξαιρετικά έξυπνος και άριστος μαθητής σε όλα του. Δύσκολα το παραδεχόμουν, αλλά πιστεύω πως ο Μπάμπης ο Κουφοπάνος και η Αγγελική Σπηλιά στην τελευταία τάξη του Δημοτικού με έκαναν να νιώσω πως μπορούσα να χάσω τα σκήπτρα της αριστείας μου, τα οποία κρατούsα γερά και αδιαμφισβήτητα επι έξι συνεχή χρόνια στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Λευκάδας.

Βλέπεις είχα διακρίνει απο νωρίς πως το μόνο που με έκανε να ξεχωρίζω στα μάτια των γονιών μου -καθώς ήμουν το μεσαίο παιδί και μάλιστα του ίδιου φύλου με την αδερφή μου- ήταν αυτά τα σκήπτρα της αριστείας.

Γρήγορα βρήκα την ψυχραιμία μου καθώς η Αγγελική ήταν ηπίων τόνων , ενώ ο Μπάμπης την επόμενη χρονιά θα μετακόμιζε στο Γυμνάσιο Αρρένων. 

  Ο Μπάμπης έμενε στη γειτονιά μου αλλά ήταν ένα παιδί μελετηρό και αφοσιωμένο στα μαθήματά του. Δεν κατέβαινε να παίξει μαζί μας στη γειτονιά, είχε εκείνο το απόκοσμο του «ξένου». Κι αυτό μου γέννησε μια βαθειά περιφρόνηση για το άτομό του. Όποιος δε συμμετείχε στα τρεχαλητά μου , στα κρυφτούλια και στα σχοινάκια ήταν καταδικασμένος στο πυρ το εξώτερον !

Οι γονείς του είχαν μια στενή σχέση με τους δικούς μου γονείς και ο πατέρας μου εκτιμούσε τον πατέρα του, μάλιστα δε ανταλλασσανε κι επισκέψεις οι μεγάλοι. Ο Μπάμπης είχε μια μεγάλη αδελφή, την εντυπωσιακή Αθηνά και μια μικρή και στρουμπουλή, τη Ρούλα.

Ο Μπάμπης όμως με την εξωτικότητα της προέλευσής του (καταγόταν απο τον Αστακό), με την ομορφιά του και με την ευφυία του είχε κατακτήσει πολλές καρδιές κοριτσιών της ΣΤ το σωτήριον σχολικόν έτος 1970-71.

Μάλιστα πολλές μου είχαν εξομολογηθεί τον έρωτά τους λες και θα μπορούσα να μεσολαβήσω επειδή έμενε στην πίσω γειτονιά μου. Τα κορίτσια ήταν συνεπαρμένα με το Χαράλαμπο Κουφοπάνο παρακαλώ. Ερωτοχτυπημένα αν και ο Μπάμπης αμφιβάλλω πως το είχε μυριστεί…

Τα χρόνια που ακολούθησαν όντως χαθήκαμε διότι ο Μπάμπης πήγε στο μακρινό Γυμνάσιο Αρρένων κι εγώ έμεινα να κλωτσάω χαλίκια μέχρι να φτάνω καθημερινά στο γειτονικό Γυμνάσιο Θηλέων.

Τον έβλεπα στην εκκλησία καμιά φορά, γιατί ήταν θρησκευόμενος, πάντα στο ιερό με τους ιερόπαιδες. Πάντα σοβαρός και μετρημένος. Κι ούτε ένα Γειά δεν μου έλεγε αλλά δεν πείραζε αφού δεν ερχόταν ποτέ στη γειτονιά να παίξει. Για άχρηστη σχέση την είχα αυτήν.

Ο Μπάμπης χάθηκε εντελώς αφότου μετακόμισε απ´ τη Λευκάδα. Δεν είχα μάθει τίποτε για την εξέλιξή του. Τον είδα ξαφνικά να μου γράφει μήνυμα στο φέισμπουκ όταν πέθανε ο πατερούλης μου. Μου είπε πως τον εκτιμούσε ιδαίτερα ως ιερέα και ως ποιμένα.

Μου είπε ακόμη πως είναι μηχανικός κι έχει δυό παιδιά. Τον σκέφτομαι πολλές φορές , με εντυπωσίαζει πως τα κορίτσια της τάξης μας τον θυμούνται ακόμη ως γόη! Διότι εκείνος δεν έκανε καμιά προσπάθεια να ανταποκριθεί, ήταν και παρέμεινε ένας αθέλητος γόης.

Μπάμπη, σε προσκαλώ στις Ιστορίες Μιας Τάξης να μας πεις πώς ένιωσες εκείνο το φθινόπωρο που προσγειώθηκες στην ΣΤ Τάξη του 1ου Δημοτικού Σχολείου Λευκάδας. Μας αγάπησες έστω και για λίγο;"η βρήκες ευκολότερο να κλειστείς στα τείχη του 'ξένου' περιφρονώντας τους συμμαθητές σου;

Αυτή την απάντηση θα την ήθελα τώρα που περπατάμε τα εξήντα μας!


Love
Justinaki

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

Η Νίνα και το βάλς των λέξεων!!!!!!


Με ρωτάς συνέχεια για τα παιδικά μου χρόνια, με ρωτάς να μάθεις για τις φίλες που με όρισαν και με οδήγησαν να γράψω το πιό αυτοβιογραφικό μου μυθιστόρημα « Ψηλά Τακούνια ΓιαΠάντα». Αυτές τις παιδικές υπάρξεις που σημάδεψαν την παιδικότητα, την εφηβεία και την ωριμότητά μου, ζώντας για πάντα μέσα μου.

Θα σου πώ, λοιπόν, για τη Νίνα, που έμενε στην πίσω γειτονιά. Η Νίνα ήταν ένα τόσο μικροσκοπικό κοριτσάκι με ξανθά κοντά μαλλιά και δυό μεγάλα γαλάζια μάτια. Μου φαίνεται ότι το καλοκαίρι ξεπρόβαλλαν και φακιδούλες στο λευκό της προσωπάκι και την έκαναν να μοιάζει με ξένη από τη Σκανδιναυία.

Η Νίνα έμενε δυό στενά πίσω απο το πατρικό μου, μπορεί και τρία. Στο δικό της στενό ζούσαν ακόμη δύο συμμαθήτριες, που άκουγαν στο όνομα Θεοδώρα. Η μία είχε πλουμιστά καστανά μαλλιά, ωραία χείλη κι ένα ζευγάρι ολοκάστανα αμυγδαλωτά μάτια. Η άλλη ήταν η αδελφή του Τάκη, συμμαθητή του αδελφού μου και γι αυτό πολύ οικεία.

Τα κορίτσια στην πίσω γειτονιά είχαν μια παράξενη σχέση, που εγώ δεν την καταλάβαινα γιατί μάλλον ήμουν ολομόναχη στη δική μου οδό της Μιχαήλ Σκένα. Αλλά πρέπει να σου πώ για τη Νίνα, που δεν καταλάβαινε την ομορφιά της καθώς κρυβόταν κάτω το σύννεφο της μικροσκοπικής της οντότητας.

Η Νίνα ήταν ζωηρή κι όμως έκρυβε τη ζωηράδα της, ήταν εύστροφη κι όμως έκρυβε την εξυπνάδα της, ήταν όμορφη και διαφορετική κι όμως-μου φαίνεται – πως τότε δεν της άρεσε ο εαυτός της. Το Νινάκι, όπως μου άρεσε να την αποκαλώ, είχε μέσα της μια διαρκή ανησυχία, που ποτέ δεν μου την εκμυστηρεύτηκε, ποτέ κι ας ήμασταν τόσο κοντά...

Η Νίνα ερχόταν τα απογεύματα στο σπίτι μου και πολλές φορές διαβάζαμε μαζί, λύναμε τα προβλήματα, γράφαμε τις άγνωστες λέξεις στα κείμενα της λογοτεχνίας. Πρέπει να σου πώ ότι εκεί εγώ ερωτεύθηκα τις λέξεις κι έμαθα ότι μπορούν να γίνονται χορευτικές, να παίρνουν μια φράση και να την απογειώνουν. Οι λέξεις στο μυαλό μου χόρευαν βάλς αν έμπαιναν στη σωστή σειρά, δηλαδή πως να σου το πώ, αυτά τα κοσμητικά επίθετα ήταν συνοδοί κυριών με φράκο και παπιγιόν.

Ηθελα να πώ στη Νίνα, «κοίτα αυτή τη λέξη, κοίτα την άλλη,δές πώς χορεύουν τα ζευγάρια αγκαλιασμένα». Αλλα  επειδή ήμασταν στο δημοτικό, ντρεπόμουν να της εκμυστηρευτώ τούτο μυστικό μου, πως δηλαδή τρελλαινόμουν να βάζω τις λέξεις να χορεύουν στο χαρτί και στο μυαλό μου. Ετσι κι αλλοιώς προτιμούσαμε μετά τις λέξεις να παίζουμε στη γειτονιά.

Η Νίνα δεν έπαιζε ανέμελη, ήταν φορτωμένη με ένα μεγάλο βάρος. Μη με ρωτήσεις τί σήκωνε το μικροσκοπικό της σωματάκι και το σκανδιναυικό της προσωπάκι, γιατί ποτέ δεν έλεγε τίποτε για τα δικά της. Η Νίνα ήταν μια μικρή κυρία, που δεν μου ξανοιγόταν κι ας περνούσαμε ατέλειωτα απογεύματα μαζί παίζοντας κρυφτά και τρεχαλητά στη γειτονιά μου.

Η Νίνα είχε κι εκείνη τη μεγάλη αδελφή της Γεωργία, που εμείς τη βλέπαμε σα θεά μας. Ηταν όμορφη, ψηλή, φορούσε σοσόνια κι ένα ελαφρύ τακουνάκι γιατί πήγαινε στο γυμνάσιο και ήταν μεγάλη. Ω! Πόσο μεγάλη φάνταζε στα μάτια μας, πόσο σοφή, πόσο σπουδαία! Αν με ρωτούσες τί θάθελα να γίνω εκείνη την εποχή, θα σου έλεγα μαθήτρια γυμνασίου για να φοράω σκούρα ποδιά, ψηλές λευκές κάλτσες μέχρι το γόνατο και τακουνάκι σαν την Γεωργία.

Οσο για τον αδελφό της Νίνας, επειδή ήταν μικρότερος, πέρασε σχεδόν απαρατήρητος από τη ζωή μου.

Μια μέρα που τελειώσαμε το Δημοτικό –νομίζω- η Νίνα ήρθε να μου αναγγείλει πως η οικογένεια θα μετακόμιζε στην Αθήνα. Ω! Η Νίνα θα έφευγε και θα πήγαινε στην αγαπημένη μου πόλη, την πρωτεύουσα των ονείρων μου. Λυπόμουν από τη μιά πλευρά που θα την έχανα, αλλά χαιρόμουν γιατί την φαντασιονόμουν να περπατάει στην Πανεπιστημίου και να χαίρεται...

Πρέπει να σού πώ ότι την περίμενα να γυρίσει κάθε καλοκαίρι, να μου αφηγηθεί τις βόλτες της στις λαμπρές λεωφόρους της πρωτευούσης.Αλλά η Νίνα μάλλον με είχε ξεχάσει. Μετρώντας τα καλοκαίρια που χανόταν στα φθινόπωρα, στους χειμώνες, τις άνοιξες, ήξερα πως εκεί στο μέρος της καρδιάς που έγραφε Νίνα, είχε ανοίξει ένα μεγάλο κενό, που δεν θα γέμιζε ποτέ με καμιά άλλη φίλη!

Κι όμως η Νίνα ξαναφάνηκε στη ζωή μου στα χρόνια της ωριμότητας. Παντρεμένη στη Χίο ζεί την ευτυχισμένη ζωή της μαμάς και τη γιαγιάς. Από τις λέξεις με βρήκε η Νίνα, μέσα από την εφημερίδα της Λευκάδας, όπου με ξανασυνάντησε μετά από τόσα και τόσα χρόνια!

Αυτές τις μέρες έλαβα ένα δώρο από τη Νίνα της Λευκάδας και της Χίου, ένα γλυκό δώρο που μου θυμίζει πως η Νίνα ποτέ δεν με ξέχασε. Κι αν τότε δεν τολμούσα να την κάνω συνένοχο στις λέξεις μου, η Νίνα είχε αποκωδικοποιήσει την υπάρξή μου. Η Νίνα κι εγώ είμαστε ακατάλυτα δεμένες μέσα από το βάλς των λεξεών μου.

Σ ευχαριστώ Νινάκι!!!
Justinaki

Η Μίνα της Διαίρεσης



Η Μίνα Βανδώρου ήταν συμμαθήτριά μου και όχι μόνο. Ηταν συμμαθήτρια και μάλιστα με καταγωγή απο την Εγκλουβή, το χωριό του πατέρα μου για αυτό η οικογένεια έτρεφε μεγάλο σεβασμό στην οικογένειά της. Κάθε φορά που περνούσαμε να πάμε στην εκκλησία απο το τρίπατο Βανδωρέικο, η μαμά κοντοστεκόταν και μιλούσε με τη μαμά της Μίνας . Και η μαμά ρωτούσε για τη γιαγιά της και τον παππού της, που κατοικούσαν στην αγορά.

Η Μίνα ήταν εύσωμη για την ηλικία της, ψηλή θα την έλεγες και εντυπωσιακή. Κι εγώ την έβλεπα πολύ μεγάλη, τεράστια την έβλεπα καθώς οι δάσκαλοι την επέλεγαν λόγω ύψους να πρωταγωνιστήσει στις σχολικές παρελάσεις. Μου άρεσε όμως και καμάρωνα που ήταν απο την Εγκλουβή και ανήκε στην οικογένεια Βανδώρου, με κάποια συγγένεια απο το μέρος της γιαγιάς μου.

Η Μίνα έμελε να παίξει καθοριστικό ρόλο στην σχολική μου εξέλιξη. Στην Τρίτη Δημοτικού έπαθα παιδική ηπατίτιδα κι έμεινα ένα ολόκληρο μήνα καρφωμένη στο κρεβάτι μου σε καραντίνα να μαζεύω στο παιδικό  κορμάκι μου ενέσεις απο την Κουλίτσα και να πετάγομαι όρθια απο τον πόνο. Και να διαβάζω ατέλειωτα παραμύθια, που εκείνα τα χρόνια δεν ήταν αρκετά για να μου φτάσουν. Και να διαβάζω Διονύσιο Σολωμό, Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και να αποστηθίζω την ποίηση για να περνάω υποφερτά τις ατέλειωτες ώρες της ακινησίας στο κρεβάτι.

Οταν άρχισα να αναρρώνω τέθηκε το ζήτημα αν θα επέστρεφα στο σχολείο ή αν έπρεπε να παραμείνω στο σπίτι καραντίνα να μην κολλήσω και τα άλλα παιδιά του σχολείου, καθώς τότε δεν υπήρχαν ακόμη προληπτικά εμβόλια κατά της ηπατίτιδας.

Ο παιδίατρος Κατσικογιάννης αποφάνθηκε μια μέρα πως μπορούσα να παρακολουθήσω την τάξη μου γιατί το λοιμώδες νόσημα είχε εξολοθρευθεί απο το παιδικό μου συκώτι. Τότε αποφασίσθηκε ότι η ζωή μου θα συνέχιζε στους κανονικούς της ρυθμούς.

Ωστόσο, έμεινα κλεισμένη στο σπίτι για δυό ακόμη εβδομάδες, καθώς οι γονείς μου περίμεναν να δυναμώσει το εξασθενημένο κορμάκι μου. Κι εγώ ζήτησα να αναπληρώσω τα μαθήματα που είχα χάσει στο σχολείο, καθώς δεν τολμούσα να διανοηθώ ότι θα επέστρεφα στην τάξη έξι εβδομάδες μετά έχοντας βουτηχτεί στο κενό της απουσίας.

Τότε η Μίνα έγινε ο άγγελός μου. Οι γονείς μου πήγαιναν καθημερινα μετά τα διαβάσματα κι έπαιρναν τα τετράδιά της για να μπορέσω να αντιγράψω όλα τα μαθήματα που είχαν μεσολαβήσει κατά την απουσία μου. Η Μίνα με μεγάλη προθυμία προσέφερε τα καλογραμένα της τετράδια, βοηθώντας με να γεφυρώσω το κενό.

Στα μαθηματικά είχαν ήδη προχωρήσει στη διαίρεση. Αυτή την δύσκολη πράξη, που μόνο στην Τρίτη Δημοτικού τη μάθαινες. Το τετράδιο των μαθηματικών της Μίνας ήταν γεμάτο διαιρέσεις μα το δικό μου μυαλουδάκι στριμωχνόταν πολύ να μάθει τη λειτουργία τους. Τότε μέσα μου θέριεψε η εικόνα της Μίνας σαν  ικανότατης λύτριας διαιρέσεων.

Ο πατέρας μου προσπάθησε να με διδάξει την διαίρεση, αλλά εγώ είχα στραμμένο το θαυμασμό μου στη Μίνα. Στη Μίνα που ήξερε να κάνει διαιρέσεις. Οσο κι αν προσπάθησε ο καλός μου πατερούλης δεν μπόρεσε να μου μεταδώσει αυτή την πονηρή μαθηματική πράξη.

Επέστρεψα στο σχολείο , η δασκάλα έδινε προβλήματα με διαιρέσεις, εγώ έλυνα με τη σκέψη αλλά άφηνα ημιτελή τη διαίρεση. Ηξερα πως μόνο η Μίνα θα μπορούσε να θεραπεύσει το έλειμμά μου. Σε ένα διάλειμμα την παρακάλεσα να μου δείξει τη μαγική πράξη. Κι εκείνη το έκανε έτσι απλά όπως τα παιδιά μαθαίνουν στα παιδιά τα αυτονόητα.

Της χρωστάω τη διαίρεση της Μίνας και μαζί την ολική επαναφορά μου στην Τρίτη Τάξη του 1ου Δημοτικού Σχολείου Λευκάδας. Και ίσως το μέλλον μου στα γράμματα...

Καθώς μεγαλώσαμε κι εκείνη πήγε στο πρώτο τμήμα του Γυμνασίου-Λυκείου σχεδόν χαθήκαμε ανάμεσα στις νέες συμμαθήτριες. Υστερα εκείνη πήγε στο εξωτερικό για σπουδές κι εγώ έφυγα για Καναδά. Χαθήκαμε εξ όψεως για πολλά πολλά χρόνια.

Τώρα την ξαναβλέπω στο φέισμπουκ τη Μίνα επιτυχημένη φαρμακοποιό στην Κυπαρισία με την ωραία της οικογένεια και την χαίρομαι απο μακριά. Και λέω μέσα μου η Μίνα , η Μίνα που με έμαθε διαίρεση.

Θέλω να σου πώ Μίνα ένα τεράστιο ευχαριστώ για όλα όσα -χωρίς να ξέρεις- με δίδαξες. Και προπάντων για τη γενναιοδωρία σου, που με ακολουθούσε σε κάθε βήμα της ενήλικης ζωής μου . Με έμαθες να μοιράζομαι τα αγαθά της γνώσης κι αυτό σου το χρωστώ. Είναι δικό σου!

Τζουστινάκι